αμβλυκόρυφος

αμβλυκόρυφος
-η, -ο
(για κωνοειδή πράγματα) αυτός που έχει αμβλεία, πλατυσμένη την κορυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμβλύς + -κόρυφος < κορυφή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αμβλύς — εία, ύ (AM ἀμβλύς, εῑα, ύ) 1. ο μη οξύς, ο μη κοφτερός 2. ο μη ζωηρός, επομένως άτονος, αδύνατος, εξασθενημένος 3. (για γωνίες) η μεγαλύτερη τής ορθής, σε αντίθεση προς την οξεία 4. το θηλ. ως ουσ. η αμβλεία (ενν. γωνία) γωνία μεγαλύτερη τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”